Την εποχή της πληροφορίας και της δυναμικής εισόδου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη ζωή μας και στη δημόσια σφαίρα όλα αλλάζουν.
Ο τρόπος που διακινούνται οι ειδήσεις και τα νέα, ο τρόπος που διαμορφώνονται οι απόψεις και οι τάσεις, ο τρόπος που επικοινωνούμε και ενημερώνουμε, ο τρόπος που «συναντώνται» αυτοί που διεκδικούν μέσω της ψήφου δημόσια αξιώματα και αυτοί που τους εκλέγουν.
Θα ήταν παράδοξο την εξέλιξη αυτή να μην την ακολουθήσει και ένα σημαντικό εργαλείο ανάλυσης και στρατηγικής που είναι οι έρευνες κοινής γνώμης και οι δημοσκοπήσεις.
Το εργαλείο αυτό ξεκίνησε πριν πολλές δεκαετίες στις ΗΠΑ με την κλασσική μέθοδο της συλλογής στοιχείων μέσω προσωπικών συνεντεύξεων. Με την πάροδο των ετών η μέθοδος αυτή αυξανόμενης της εγκληματικότητας του φόβου που αυτή δημιουργησε σχεδόν απαξιώθηκε αφού «άνοιγαν» για να απαντήσουν μόλις 3 στα 10 νοικοκυριά.
Περάσαμε τη δεκαετία του 1990 στην ευρεία χρήση του τηλεφώνου ως μεθόδου διεξαγωγής συνεντεύξεων. Η μέθοδος εξασφάλιζε, λόγω και της μεγάλης διείσδυσης και χρήσης του τηλεφώνου στα νοικοκυριά (πάνω από 95% στον δυτικό κόσμο), αντιπροσωπευτικά δείγματα και μεγάλη ταχύτητα στην διεξαγωγή των ερευνών. Κυρίως όμως εξασφάλιζε την ονομαζόμενη «τυχαιότητα» του δείγματος που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο μιας έγκυρης έρευνας κοινής γνώμης.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η μέθοδος της τηλεφωνικής έρευνας αρχίζει να εξαντλεί τα μεγάλα έως τότε πλεονεκτήματά της. Αρχίζει να μειώνεται το ποσοστό των νοικοκυριών που διατηρούν σταθερή σύνδεση, κερδίζουν «τη μάχη της επικοινωνίας» οι κινητές συσκευές (και μάλιστα τα φαινομενα αυτά είναι πιο έντοντα στις λεγόμενες χαμηλότερες «κοινωνικοοικονομικά» τάξεις της κοινωνίας. Το πιο σημαντικό όμως : Σε συνδυασμό και με τη μεγάλη οικονομική κρίση ένα μεγάλο ποσοστό νοικοκυριών «κλείνει το τηλέφωνο».
Ως απάντηση μεγάλοι ερευνητικοί οργανισμοί ξεκινώντας από τις ΗΠΑ (Harris Interactive) χρησιμοποιούν ως βασική μέθοδο συλλογης στοιχείων το διαδίκτυο. Η τάση αυτή περνά πολύ γρήγορα και στην Ευρώπη και τα πρώτα αποτελέσματα από τη χρήση του διαδικτύου για την διεξαγωγή ερευνών δείχνουν ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία.
Δεδομένου ότι το διαδίκτυο έχει διεισδύσει στο 80% του πληθυσμού άνω των 17 ετών, και δεδομένου ότι δεν απουσιάζει από τη χρήση του παρά μονο η μεγαλυτερη ηλικιακή κλίμακα (άνω των 65 ετων), το διαδίκτυο επιτρέπει τη διεξαγωγή έγκυρων και αντιπροσωπευτικών ερευνών κοινής γνώμης. Κυρίως όμως μέσω του διαδικτύου «επανεμφανίζονται» στα δείγματα κοινά που στις κλασσικές μεθόδους (επίσκεψη στο νοικοκυριό ή τηλεφωνική κλήση) έκλειναν τη πόρτα ή το τηλέφωνο αντίστοιχα.
Επιπλέον παρέχουν και ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Δίνουν την αίσθηση μεγαλύτερης ανωνυμίας, και επιτρέπουν όπως δείχνουν τα στοιχεία των 5 τελευταίων ετών την έκφραση γνώμης πιο «ελεύθερα και αυθόρμητα». Στη συνέντευξη δεν μεσολαβεί συνεντευκτής και ο ερωτώμενος στον υπολογιστή δεν διστάζει να εκφράσει και «κοινωνικά ή πολιτικά μη αποδεκτές απαντήσεις».
Το «δείγμα» στο διαδίκτυο είναι πιο τυχαίο και άρα πιο αξιόπιστο από οπουδήποτε αλλου.